- τρύχνον
- τρύχνονneut nom/voc/acc sgτρύχνοςfem acc sg
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
τρύχνον — τὸ, Α βλ. στρύχνον … Dictionary of Greek
τρύχνου — τρύχνον neut gen sg τρύχνος fem gen sg τρυχνόω pres imperat act 2nd sg τρυχνόω imperf ind act 3rd sg (homeric ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
τρύχνων — τρύχνον neut gen pl τρύχνος fem gen pl τρυχνόω imperf ind act 3rd pl (doric aeolic) τρυχνόω imperf ind act 1st sg (doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
τρύχνῳ — τρύχνον neut dat sg τρύχνος fem dat sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
στρύχνον — και τρύχνον, τὸ, Α ονομασία διαφόρων ειδών φυτών (α. «στρύχνον ἀλικάκκαβον» είδος κερασιάς β. «στρύχνον κηπαῑον» είδος μουριάς γ. «στρύχνον μανικόν» είδος μηλιάς δ. «στρύχνον ὑπνωτικόν» φυτό με υπνωτικές ιδιότητες). [ΕΤΥΜΟΛ. Άγνωστης ετυμολ.] … Dictionary of Greek